ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ιδ΄ 14-22), του Πρωτοπρ. Γεωργίου Σούλου
«...λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κλάσας έδωκε τοις μαθηταίς τους άρτους, οι δε μαθηταί τοις όχλοις και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις».
Η Ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Η΄ Ματθαίου αναφέρει ότι ο Χριστός με τους μαθητές Του βρίσκονταν σε ένα έρημο τόπο και εκεί είχε προστρέξει πάρα πολύς κόσμος, για να ακούσει τον Χριστό διδάσκοντα, όμως δεν προέβλεψαν ότι η διδασκαλία Του θα διαρκούσε αρκετή ώρα και δεν είχαν φροντίσει για το δείπνο τους, ώσπου κάποια στιγμή οι μαθητές πλησιάζουν τον διδάσκοντα Κύριο, για να του υπενθυμίσουν, ότι πρέπει να διακόψει τη διδασκαλία Του, για να πάει ο κόσμος, να προμηθευτεί τροφή, διότι εκείνοι δεν διέθεταν την υπερβολική αυτή ποσότητα, ώστε να φτάσει για όλους, δεδομένου ότι ήταν περί τους πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός των γυναικών και των παιδιών, ενώ διέθεταν μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, καθώς ενημέρωσαν τον διδάσκαλο. Με έκπληξη άκουσαν τον Κύριο να τους λέγει «φέρετέ μοι αυτούς ώδε», και να προτρέπει το ακροατήριο να καθίσει και αμέσως προχωρά στην ευλογία των υπαρχόντων τροφίμων και πέντε άρτοι και τα δύο ψάρια πολλαπλασιάστηκαν και χόρτασε το πλήθος και μάλιστα υπήρχε και περίσσευμα, και «ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρης».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο προσέφερε με τη διδασκαλία Του στους ανθρώπους πνευματική τροφή, όταν όμως χρειάσθηκε τους προσέφερε και την υλική τροφή, αυξάνοντας και πολλαπλασιάζοντας τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, διότι ο Κύριος είναι η Τροφή του παντός κόσμου, τρέφει τις ψυχές των ανθρώπων με τον σωτηριολογικό Θείο λόγο Του, πού διασώζεται στους αιώνες, αλλά ενδιαφέρεται και τρέφει και το σώμα με υλική τροφή, όπως μας φανερώνει η θαυματουργική ευλογία των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων η Ευαγγελική περικοπή για την οποία ο Θεοφύλακτος λέγει μεταξύ άλλων: «... αναχωρεί λοιπόν ο Ιησούς εις έρημον τόπον, εις τα έθνη, τα έρημα του Θεού, και θεραπεύει τους αρρώστους κατά ψυχήν, είτα και τρέφει αυτούς.
Δεν παραγνωρίζει ο Θεάνθρωπος, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Τριαδικό Θεό με δύο ουσίες, το σώμα και ψυχή και ότι το σώμα είναι υλικό και φθαρτό και έχει ανάγκη από υλική τροφή. Η δε ψυχή είναι πνευματική και άφθαρτη και έχει ανάγκη τροφής πνευματικής.
Ο Κύριός μας, έθρεψε στην έρημο τους ανθρώπους πνευματικά και υλικά και δίδαξε δια του όντως « παραδόξου θαύματός Του». Η μαρτυρία αυτή μας διασώζεται και από όλους τους ευαγγελιστές, ο Ματθαίος (14,13-21), ο Μάρκος (6,30-44), ο Λουκάς (9,10-17) και ο Ιωάννης (6,1-14), ενώ υπάρχει μία παρόμοια διήγηση, την οποία αναφέρουν μόνο οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν και άλλο θαύμα, όπου συνέβη ο πολλαπλασιασμός των εφτά άρτων και «ολίγων ιχθυδίων» και ο χορτασμός τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων, Ματθαίος (15,32-39) και Μάρκος (8,1-10).
Οι πρώτοι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής είναι αναμφισβήτητα οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Την περικοπή του θαύματος του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων την ερμηνεύουν με πολλούς τρόπους, δηλαδή με τη χρήση όλων των γνωστών στην εποχή τους ερμηνευτικών μεθόδων, όπως είναι η αλληγορική, η τυπολογική, η δογματική, η ηθική και η ιστορική μέθοδος.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ερμηνεύοντας αλληγορικά το συγκεκριμένο θαύμα του πολλαπλασιασμού των εφτά άρτων και των «ιχθυδίων» και της διατροφής με αυτά των τεσσάρων χιλιάδων, θέτει το ρητορικό ερώτημα: «τίνες αι τρεις ημέραι, ας προσμένουσι τω Κυρίω εν τη ερήμω;» και αμέσως απαντά: «Η έρημός εστιν η φύσις των ανθρώπων ή ο κόσμος ούτος εν ω προσμένουσι τω λόγω της αρετής και της γνώσεως, οι διά της πίστεως και των μελλόντων αγαθών ελπίδος κακοπαθούντες, αι δε τρείς ημέραι εισίν αι τρείς δυνάμεις της ψυχής, καθ' ας προσμένουσι τω θείω λόγω της αρετής και της γνώσεως».( P.G. 90,392B).
Επίσης σε μια δεύτερη αλληγορική ερμηνεία γράφει: «τους τρεις γενικωτέρους νόμους αι τρεις ημέραι σημαίνουσι, τον γραπτόν φημί και τον φυσικόν και τον πνευματικόν, ήτοι τον της χάριτος». ( P.G. 90,392B) Και αλλού γράφει τα ακόλουθα: «... οι κρίθινοι τοιγαρούν πέντε άρτοι τους προχείρους της φυσικής θεωρίας παραδηλούσι λόγους ... Ως νοείν δίδωσι τοις των τοιούτων λόγων θαύμα εκ κριθής είναι τους άρτους, κοινόν δε τούτο κτηνών τε και ανθρώπων είδος υπάρχει τροφής και το συν γυναιξίν είναι και παισίν, όπερ δηλοί σαφώς μη των καθ' ηδονήν παντελώς επιθυμιών και της ατελούς των λογισμών νηπιότητος αυτούς ηλλοτριώσθαι. Η δε έρημός εστιν ο κόσμος ούτος, εν ώ τοις δια της φυσικής θεωρίας περί το θείον κινουμένοις τους της φύσεως πνευματικώς διαθρύπτων λόγους ο του Θεού Λόγος πάσαν αγαθών χαρίζεται πλησμονήν, ως δηλούσιν αι των περισσευμάτων κόφινοι, δώδεκα όντως τον αριθμόν». ( P.G. 91,1396BC )
Τυπολογικές ερμηνείες έχει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο οποίος συνδυάζει τις διηγήσεις και των τεσσάρων ευαγγελιστών. Μία από αυτές είναι η ερμηνεία που δίνει στην αναχώρηση του Ιησού «πέραν της θαλάσσης της Γαλιλαίας της Τιβεριάδος», καθώς και στο γεγονός ότι τον ακολούθησε «όχλος πολύς». Συσχετίζει δε, όλα αυτά με τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες και την εγκατάστασή τους στην έρημο του Σινά. Η Ερυθρά θάλασσα είναι τύπος της λίμνης της Τιβεριάδας, ο έρημος τόπος είναι η έρημος του Σινά και οι Ισραηλίτες ο όχλος που ακολουθεί τον Ιησού.( P.G. 73 440B ).
Επίσης τυπολογικά φαίνεται να συνδέει και ο Ωριγένης τα δώδεκα κοφίνια των περισσευμάτων με το Ψαλμικό (80,7) «απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν», το οποίο αναφέρεται στην αγάπη του Θεού προς τους Ισραηλίτες, όταν εγκατέλειψαν την Αίγυπτο. Αλλά και ο ιερός Χρυσόστομος, συσχετίζει το θαύμα με την ενέργεια του Θεού να δημιουργήσει τη βλάστηση στη γη «βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου»( Γεν 1,11) και τις ζωντανές υπάρξεις στη θάλασσα«εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών» (Γεν 1,20).
Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων δίνει αρκετές αφορμές για δογματικές ερμηνείες. Οι δογματικές τοποθετήσεις έχουν χριστολογικό χαρακτήρα. Αναφέρονται δηλαδή στη θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, στην ενότητα με τον Πατέρα και στο χαρακτήρα, τον τρόπο και το σκοπό των ενεργειών του.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την ευλογία και την ευχαριστία του Χριστού τονίζει τρία σημεία: α) την ισότητα του Χριστού με τον Πατέρα, την οποία δείχνει συχνά με το να ενεργεί «ως εξουσίαν έχων»(Ματθ 7,29. Μαρκ 1,22), β) την προέλευσή του από τον Πατέρα, όπως αποδεικνύει η ταπεινότητά του και η αναφορά του σε Εκείνον, γι' αυτό ενεργεί και «μετ' εξουσίας» και «ευχόμενος» και γ) τη συνήθειά του να θαυματουργεί «εν μεν τοις ελάττοσι αναβλέπων εις τον ουρανόν, εν δε τοις μείζοσι μετ' εξουσίας πάντα ποιών». Όταν ζητάει τη βοήθεια του Πατέρα, δεν σημαίνει ότι παίρνει δύναμη από Εκείνον, αλλά «ούτω ποιεί τιμών τον γεγενηκότα».( P.G. 58,498 )
Οι ερμηνευτές πατέρες κάνουν ιστορικογραμματικές ερμηνείες και προσεγγίσεις του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων, όπως ο Ωριγένης και κυρίως ο Κύριλλος, ο οποίος, όταν κάνει τέτοια ερμηνεία, συνήθως το σημειώνει λέγοντας «και ταύτα μεν ημίν εις το εκ της ιστορίας λελέξεται χρήσιμον».
Γενικότερα όλοι θεωρούν τις διηγήσεις του θαύματος, ως μία ενιαία διήγηση, γι' αυτό στις ερμηνείες τους, χρησιμοποιούν στοιχεία από τους Συνοπτικούς και από τον Ιωάννη. Όλοι τοποθετούν το θαύμα μέσα στη συνάφειά του αναφέροντας τόσο τα πριν από αυτό γεγονότα όσο και αυτά που ακολουθούν. Σημειώνουν ότι το θαύμα έγινε έτσι, ώστε να μην υπάρξει αμφιβολία τόσο στους μαθητές, που το διακόνησαν, όσο και στο πλήθος που δοκίμασε την τροφή. Τη θέση αυτή διατυπώνει ο άγιος Κύριλλος, αλλά και όσοι ανήκουν στη Σχολή της Αντιόχειας.
Ιστορικά αντιμετωπίζει το θαύμα και ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος γράφει ότι αυτό έγινε «ίνα μεθ' υπερβολής ανύποπτον υπάρξη το θαύμα και μηδείς νομίση πλησίον κώμην κειμέμην εισενεγκείν τι εις την τράπεζαν». Το ίδιο πρεσβεύει και ο άγιος Κύριλλος. Την ίδια άποψη επαναλαμβάνει ο ιερός Χρυσόστομος και οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές.
Ως αποδεικτικό στοιχείο, για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι το θαύμα ήταν προϊόν φαντασίας, είναι η πείνα του κόσμου. Ο ιερός Χρυσόστομος γράφει σχετικά: «Διά τούτο και πεινάσαι αφήκε τους όχλους, ίνα μη τις φαντασίαν είναι νομίση το γεγενημένον».
Οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές διατυπώνουν διαφορετικές απόψεις για την ερμηνεία του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων. Κάποιοι δέχονται τη μεσσιανική ερμηνεία, ότι δηλαδή, ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο οποίος ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του λαού του. Ένας μεγάλος αριθμός ερευνητών δέχεται την ευχαριστιακή ερμηνεία, την οποία στηρίζει σε ισχυρά επιχειρήματα, όπως είναι η γλωσσική ομοιότητα με τη διήγηση του Μ. Δείπνου. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ευχαριστία και η ευλογία του Ιησού έχει άμεση σχέση με τα ιουδαϊκά έθιμα των γευμάτων και των δείπνων, όπου πριν από την έναρξη του φαγητού ο οικοδεσπότης ευλογούσε ή ευχαριστούσε το Θεό και αμέσως μετά έκοβε τον άρτο σε κομμάτια και τον μοίραζε στους συνδαιτυμόνες.
Αναμφισβήτητα ισχύουν και οι μεταγενέστερες ερμηνείες του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων και θα λέγαμε ότι από τη στιγμή που οι Απόστολοι και οι διάδοχοι αυτών, από τότε και μέχρι τη συντελεία των αιώνων, πραγματώνουν την εντολή του Χριστού «δότε αυτοίς υμείς φαγείν» η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, θα διασώζει και θα διαδίδει το σωτηριολογικό μήνυμα του Χριστού, ώστε «προάγειν (αυτούς) εις το πέραν» της επουράνιας Βασιλείας του Θεού.
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΛΟΣ
Πηγή: http://www.mistagogia.com