Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ (ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ)
Πολλά μπορεί κανείς να παρατηρήση μελετώντας την περίφημη αυτή παραβολή του Χριστού. Μπορεί να αντιμετωπίση την κοινωνική διάστασή της ή ακόμη να βγάλη πολλά ηθικά και ηθικολογικά συμπεράσματα. Όμως, θα επιμείνουμε περισσότερο στα θέματα που έχουν σχέση με την ζωή μετά τον θάνατο, δηλαδή θα δούμε την εσχατολογική ανάλυση της παραβολής.
Π ρ ω τ ο ν. Όπως φαίνεται στην παραβολή δεν γίνεται λόγος για την ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά για την ζωή της ψυχής που παρεμβάλλεται μεταξύ του θανάτου του ανθρώπου, δηλαδή της εξόδου της ψυχής από το σώμα, και της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Πρόκειται για το διάστημα εκείνο που λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Άλλοι λόγοι του Χριστού αναφέρονται στην Δευτέρα Παρουσία Του, όταν θα έλθη για να κρίνη τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως γίνη ανάσταση των σωμάτων και οι ψυχές εισέλθουν εκ νέου στα σώματα, ώστε ο άνθρωπος να απολαύση εκείνα που έπραξε στην ζωή του.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Αναφέρεται ότι υπάρχει ο θάνατος στην ζωή του ανθρώπου. Ο Πλούσιος και ο πτωχός Λάζαρος απέθαναν. Θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αυτή η κατάσταση λέγεται και ύπνος, γιατί ο θάνατος καταργήθηκε με την Ανάσταση του Χριστού. Ο Χριστός με τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του κατήργησε οντολογικά τον θάνατο και έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να τον υπερβή ζώντας μέσα στην Εκκλησία. Το ότι ο θάνατος είναι ύπνος, μια προσωρινή κατάσταση, φαίνεται από τον τρόπο που πεθαίνουν οι άγιοι, αφού έχουν όλοι τους την ελπίδα στον Χριστό, καθώς επίσης φαίνεται και στα άφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα.
Δεν δημιούργησε ο Θεός τον θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι παρέμβλητος στην φύση, γιατί είναι καρπός της αμαρτίας του ανθρώπου και της απομακρύνσεώς του από τον Θεό. Υπάρχει σωματικός και ψυχικός θάνατος. Ψυχικός είναι η άρση της Χάριτος του Θεού από την ψυχή, και σωματικός είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
Όλοι οι άνθρωποι γεύονται το φοβερό μυστήριο του θανάτου, αφού όλοι κληρονομούν την φθαρτότητα και την θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε για να πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο και βέβαιο γεγονός στην ζωή μας. Ακόμη και σύγχρονοι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε ότι το πιο αληθινό γεγονός είναι "τό υπάρχειν προς θάνατον".
Αν και ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, όμως αβέβαιη είναι η ώρα και η ημέρα του θανάτου. Κανείς δεν ξέρει π ό τ ε θα πεθάνη. Το θέμα είναι να ζούμε σωστά, ώστε το π ω ς του θανάτου να συνιστά την αιώνια ζωή.
Στο κείμενο της παραβολής λέγεται: "εγένετο αποθανείν τον πτωχόν...", καθώς επίσης "απέθανε και ο πλούσιος και ετάφη". Έτσι, ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος δημοκράτης, γιατί δεν κάνει καμμιά εξαίρεση.
Τ ρ ί τ ο ν. Η ψυχή του Λαζάρου, μετά την έξοδό της από το σώμα, παρελήφθη από τους αγγέλους και οδηγήθηκε στους κόλπους του Αβραάμ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άγγελοι, και φυσικά ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, ο προσωπικός του φρουρός, οι οποίοι παραλαμβάνουν τις ψυχές των δικαίων ανθρώπων και τίςοδηγούν στον Θεό.
Αντίθετα, σε άλλη παραβολή λέγεται ότι την ψυχή των αμετανοήτων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Ο άφρων πλούσιος άκουσε φωνή από τον Θεό: "Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν απαιτούσιν από σού, ά δε ητοίμασας τίνι έσται;" (Λουκ. ιβ', 20). Το ρήμα "απαιτούσιν" υποδηλώνει τους δαίμονας, οι οποίοι απαιτούν την ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, για να την κρατούν αιωνίως.
Επομένως, κατά την φρικτή ώρα του θανάτου, κατά την οποία η ψυχή βιαίως χωρίζεται από την αρμονία με το σώμα, γίνονται φοβερά πράγματα. Τις ψυχές των αγίων τις παραλαμβάνουν οι άγγελοι, και τις ψυχές των αμαρτωλών οι δαίμονες. Στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας γίνεται λόγος για τα λεγόμενα τελώνια, που είναι οι δαίμονες, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία θέλουν και επιδιώκουν να κρατήσουν αιωνίως τις ψυχές όλων των ανθρώπων. Φυσικά, οι ψυχές των αγίων, που ενώθηκαν με τον Χριστό και έχουν την σφραγίδα του Παναγίου Πνεύματος, δεν μπορούν να εξουσιαστούν από τους δαίμονες.
Με τα τελώνια, οι Πατέρες της Εκκλησίας εννοούν τόσο το μίσος και την επιθετική μανία των δαιμόνων, όσο και την ύπαρξη των παθών, που ζητούν ικανοποίηση, αλλά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, λόγω της μη υπάρξεως του σώματος. Αυτή ακριβώς η κατάσταση πνίγει την ψυχή του ανθρώπου, η οποία αισθάνεται τρομακτική δυσφορία. Το βασανιστήριο αυτό της ψυχής ομοιάζει με την πλήρη απομόνωση ενός ανθρώπου στην φυλακή, χωρίς να έχη την δυνατότητα, να κοιμηθή, να τραφή, να συναντήση άνθρωπο κ.λ.π. Τότε πραγματικά εξαγριώνονται τα πάθη και όλη η ύπαρξή του.
Το γεγονός ότι οι ψυχές των ανθρώπων παραλαμβάνονται τόσο από τους αγγέλους όσο και από τους δαίμονες έχει σχέση με την κατάστασή τους. Όπως λέγεται από τους Πατέρες, οι άγγελοι και οι ψυχές είναι πνεύματα νοερά, εν σχέσει με το υλικό σώμα, αλλά εν σχέσει με τον Θεό έχουν κάτι υλικό. Γι' αυτό οι άγγελοι λέγονται αιθέρια όντα και δεν είναι καθ' ολοκληρίαν άϋλα. Άλλωστε, η ψυχή είναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη από τον Θεό. Είναι αθάνατη κατά Χάριν, αφού η αθανασία είναι δώρο του Θεού σε αυτήν. Κάθε κτιστό έχει αρχή και τέλος. Η ψυχή, ως κτιστή, έχει μια συγκεκριμένη αρχή, αλλά δεν έχει τέλος, γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός.
Τ έ τ α ρ τ ο ν. Ενώ η ψυχή του Λαζάρου πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και η ψυχή του Πλουσίου στον άδη, εν τούτοις ο Χριστός στην παραβολή λέγει ότι ο Λάζαρος πήγε στους κόλπους του Αβραάμ και ο συγκεκριμένος Πλούσιος πήγε στον άδη. Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Πλούσιος "ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού".
Αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί σημαίνει ότι παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται η υπόσταση - πρόσωπο του ανθρώπου. Βέβαια, η ψυχή δεν προϋπήρχε του σώματος, αλλά δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με το σώμα, και ακόμη, μόνη της η ψυχή δεν συνιστά τον άνθρωπο, ούτε το σώμα μόνο του συνιστά τον άνθρωπο. Όμως, παρά τον προσωρινό χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν διαλύεται ο άνθρωπος. Αυτό φαίνεται από το ότι η ψυχή διατηρεί την συνείδηση, και ακόμη, όπως εξηγούν οι άγιοι Πατέρες, η ψυχή του ανθρώπου γνωρίζει τα στοιχεία του δικού της σώματος, που παρέμειναν στην γή, και ενδεχομένως διεσκορπίστηκαν ή διαλύθηκαν στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκαν. Κατά την Δευτέρα Παρουσία η ψυχή, με την Χάρη του Θεού, θα επανενώση τα στοιχεία του σώματος, θα αποτελεσθή ολόκληρος ο άνθρωπος, καί, φυσικά, τότε τα σώματα τόσο των δικαίων όσο και των αδίκων θα είναι πνευματικά, δηλαδή δεν θα έχουν ανάγκη τροφής, δεν θα περιορίζονται από αποστάσεις και άλλους περιορισμούς. Η ανάσταση είναι ένα δώρο που χορηγείται σε όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους.
Πρέπει να παρατηρηθή ότι στην παραβολή αυτή ο Χριστός αναφέρει το όνομα του πτωχού, ενώ το όνομα του Πλουσίου το αγνοεί. Αυτό δείχνει ότι ο Λάζαρος, επειδή ζούσε με τον Θεό, ήταν σωτηριολογικά πρόσωπο, αληθινή υπόσταση, ενώ ο Πλούσιος, καίτοι ήταν άνθρωπος, εν τούτοις δεν ήταν υπόσταση σωτηριολογικά. Αυτό σημαίνει ότι πραγματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει ψυχή, σώμα, αλλά και την Χάρη του Θεού μέσα στην ψυχή και το σώμα του. Ενώ ο άνθρωπος που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, είναι οντολογικά πρόσωπο, όμως δεν είναι πρόσωπο εν σχέσει με τον Θεό, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει υποδουλωθή στα πράγματα. Ο νούς του αντί να στρέφεται στον Θεό, στρέφεται στην ύλη και υποδουλώνεται σε αυτήν.
Π έ μ π τ ο ν. Στην παραβολή λέγεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον άδη είδε τον Αβραάμ "καί Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού". Με το πρόσωπο του Αβραάμ εννοείται ο Θεός. Το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους του Θεού σημαίνει να έχη κοινωνία με τον Θεό.
Στους κόλπους, πίσω από το στήθος, ευρίσκεται η καρδιά του ανθρώπου. Η καρδιά, που είναι η πηγή της βιολογικής ζωής, είναι σύμβολο της αγάπης. Όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη τόσο και μεγαλύτερη είναι η γνώση, αφού συνδέεται στενά η γνώση με την αγάπη. Καί, βέβαια, αυτή η αγάπη συνιστά την κοινωνία και ένωση. Έτσι, το να βρίσκεται κανείς στους κόλπους δηλώνει ότι συνδέεται με τον αγαπώμενο, υπάρχει ενότητα μεταξύ τους.
Η έκφραση, λοιπόν, ότι ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ δείχνει παραστατικά την κοινωνία του με τον Θεό, η οποία συνδέεται με την γνώση και την αγάπη. Κάνοντας λόγο για την γνώση του Θεού, εννοούμε την "κοινωνία εν τη υπάρξει". Δεν πρόκειται για μια εγκεφαλική γνώση, αλλά για εκείνη που συνδέεται με την αγάπη, με αυτήν την ίδια την ζωή.
Ο Λάζαρος δεν φαίνεται να στενοχωρήται για την φρικτή δοκιμασία του Πλουσίου, δεν βλέπει την Κόλαση, ενώ ο Πλούσιος βλέπει την δόξα του Παραδείσου. Πραγματικά, εκείνος που ζη μέσα στο άκτιστο Φώς, στην μεγάλη θεωρία του Θεού, όπως λέγουν οι Πατέρες μας, ξεχνά τον κόσμο. Το Φώς είναι τόσο μεγάλο, τόσο εκτυφλωτικό που δεν αφήνει να δη κανείς και κάτι άλλο διαφορετικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άγιοι δεν προσεύχονται για ολόκληρο τον κόσμο. Προσεύχονται και παρακαλούν τον Θεό, έχοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη κοινωνία μαζί Του. Βρίσκονται όμως σε μια κατάσταση που δεν μπορούμε να εννοήσουμε. Μόνο αν την εξετάσουμε μέσα από τις θείες εμπειρίες των αγίων, τότε μπορούμε να την καταλάβουμε.
Έ κ τ ο ν. Ενώ ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, ο Πλούσιος φλεγόταν στον άδη. Μάλιστα, θα παρακαλέση τον Αβραάμ να στείλη τον Λάζαρο για να καταψύξη την γλώσσα του, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, "οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη".
Εδώ γίνεται λόγος για άδη και όχι για Κόλαση. Γιατί η Κόλαση θα αρχίση μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών, μετά την έξοδό τους από το σώμα, βιώνουν τον άδη. Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ο άδης είναι ένας νοητός τόπος, είναι η πρόγευση της Κολάσεως, όταν ο άνθρωπος δέχεται την καυστική ενέργεια του Θεού.
Έγινε μεγάλη συζήτηση για τα θέματα αυτά στην Σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας και διασώζονται οι απόψεις και η διδασκαλία του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που είναι αποκαλυπτικές. Το πυρ στο οποίο φλεγόταν ο Πλούσιος δεν ήταν το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ των Λατίνων, από το οποίο περνούν όλες οι ψυχές των ανθρώπων, δεν ήταν κτιστό πυρ αλλά άκτιστο. Δηλαδή και οι αμαρτωλοί δέχονται τις ακτίνες του θείου Φωτός, αλλά επειδή πέθαναν χωρίς μετάνοια, χωρίς να θεραπευθούν, βιώνουν την καυστική ενέργεια του Φωτός. Έτσι, κατά τον βαθμό της θεραπείας ή της ασθενείας, οι άνθρωποι δέχονται την ίδια Χάρη ή ως φως ή ως πύρ.
Πρέπει ακόμη να παρατηρηθή ότι ο Πλούσιος έβλεπε τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, έβλεπε την δόξα του Αβραάμ, αλλά δεν είχε μέθεξη αυτής της δόξης. Αντίθετα ο Λάζαρος και έβλεπε και είχε μέθεξη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο, γιατί δείχνει ότι στην άλλη ζωή όλοι θα δούν τον Θεό, αλλά οι δίκαιοι θα έχουν κοινωνία, μέθεξη, ενώ οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη και κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο λόγος του Χριστού για την μελλοντική δίκη. Εκεί όλοι θα δούν τον Κριτή, όλοι θα συνομιλήσουν μαζί Του, αλλά άλλοι θα απολαύσουν την δόξα Του, και άλλοι θα βιώσουν την καυστική ενέργεια της θείας Χάριτος.
Έ β δ ο μ ο ν. Ο Πλούσιος ενδιαφερόταν για τους ζώντας στον κόσμο αδελφούς του και παρακαλούσε τον Αβραάμ να στείλη τον Λάζαρο για να τους κηρύξη μετάνοια. Επομένως, παρά τον χωρισμό της ψυχής του ανθρώπου από τον παρόντα κόσμο, ωστόσο υπάρχει γνώση και κοινωνία, εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον.
Αυτό το γεγονός μαζί με άλλα στοιχεία δείχνει ό,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι η παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου δεν αναφέρεται στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή, αλλά στην ζωή μετά θάνατο μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Σαφώς πρόκειται για την λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών.
Οι άγιοι ενδιαφέρονται σωτηριολογικά για τον κόσμο. Δια της Χάριτος του Θεού ακούν τις προσευχές μας, και τις αναβιβάζουν στον Θεό. Γι' αυτό και εμείς προσευχόμαστε στους αγίους μας. Με τις εορτές που έχουμε καθιερώσει στην μνήμη τους δείχνουμε ότι είναι άγιοι, ενώθηκαν με τον Θεό, αναμένουν και την ανάσταση των σωμάτων, τα οποία και από τώρα δέχονται, με την αφθαρσία τους, τα προοίμια του μέλλοντος αιώνος. Και εμείς ενδιαφερόμαστε για τους κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε στους αγίους για να προσεύχωνται για μας στον Θεό, ζητάμε τις πρεσβείες τους, ενώ προσευχόμαστε στον Θεό για όλους τους άλλους κεκοιμημένους για να ελεηθούν. Αυτό, εκτός του ότι είναι δείγμα κοινωνίας μεταξύ μας, συγχρόνως εκφράζει και κάτι άλλο βαθύτερο.
Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, όταν ο άνθρωπος εισέλθη στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, συνεχώς εξελίσσεται. Υπάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στην λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών, όσο και στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή. Οι βαθμοί της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Βέβαια, αυτά δεν πρέπει να νοηθούν ως στεγανοποιημένες καταστάσεις, αλλά ως μέθεξη της Χάριτος του Θεού. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται να καθαρθή, τότε η Χάρη του Θεού που τον καθαρίζει λέγεται καθαρτική ενέργεια. Όταν ο νούς του είναι φωτισμένος, σημαίνει ότι δέχεται την ενέργεια του Θεού που τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική ενέργεια. Και όταν βρίσκεται στην θέωση, αυτό γίνεται με την Χάρη του Θεού που λέγεται θεοποιός. Η πορεία είναι διαρκής. Έτσι, όσοι μετανόησαν, πριν εξέλθη η ψυχή από το σώμα, αυτοί εξελίσσονται και γίνονται χωρητικότεροι στην άκτιστη Χάρη. Γι' αυτό τελούμε τα μνημόσυνα και προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους.
Όσοι, όμως, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, δεν μετανόησαν, αυτοί, επειδή δεν έχουν πνευματική όραση, βιώνουν μόνο την καυστική ενέργεια του Θεού, καί, βέβαια, δεν πρόκειται ποτέ να έχουν μέθεξη στο αγαθό. Προσευχόμαστε όμως για όλους, γιατί δεν ξέρουμε την εσωτερική τους πνευματική κατάσταση.
Ό γ δ ο ο ν. Στην παραβολή λέγεται ότι μεταξύ του τόπου που βρισκόταν ο Αβραάμ και του άδου, όπου βρισκόταν ο Πλούσιος, υπήρχε "χάσμα μέγα", και δεν ήταν δυνατόν να γίνη μετάβαση του ενός προς τον άλλο.
Φυσικά, δεν πρόκειται περί ιδιαιτέρου χώρου, αλλά, όπως αναφέραμε προηγουμένως, ενός ιδιαιτέρου τρόπου ζωής. Υπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως, ως ιδιαιτέρων τρόπων ζωής.
Ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχει εξ επόψεως Θεού, αλλά εξ επόψεως ανθρώπου. Ο Θεός στέλλει την Χάρη Του προς όλους τους ανθρώπους, αφού αυτός "ανατέλλει τον ήλιον επί δικαίους και αδίκους και βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς". Αν ο Θεός μας δίνη εντολή να αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας, το ίδιο κάνει και Εκείνος. Είναι αδύνατον να μη αγαπά και τους αμαρτωλούς. Όμως ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση, αισθάνεται διαφορετικά την αγάπη του Θεού.
Το φως έχει δύο ιδιότητες, ήτοι την φωτιστική και την καυστική. Εάν κάποιος άνθρωπος έχη καλή όραση ευεργετείται από την φωτιστική ιδιότητα του ηλίου, του φωτός, και χαίρεται όλη την δημιουργία. Αν όμως κάποιος άλλος στερήται οφθαλμού, δεν έχει όραση, τότε αισθάνεται την καυστική ιδιότητα του φωτός. Αυτό θα γίνη και στην μέλλουσα ζωή, καθώς επίσης και στην ζωή της ψυχής μετά την έξοδό της από το σώμα. Ο Θεός θα αγαπά και τους κολασμένους, αλλά αυτοί θα αδυνατούν να αισθανθούν αυτήν την αγάπη ως φώς. Θα την αισθάνωνται ως πύρ, επειδή δεν θα έχουν πνευματικό οφθαλμό και πνευματική όραση.
Γίνεται κάτι ανάλογο με την θεία Κοινωνία. Όλοι μπορούν να κοινωνήσουν, αλλά για τους προετοιμασμένους και καταλλήλους γίνεται φως και ζωή, για τους αναξίως προσερχομένους γίνεται κρίμα και κατάκριμα.
Αυτό η Εκκλησία το παρουσιάζει στην εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας. Βλέπουμε εκεί ότι από τον θρόνο του Θεού εξέρχεται το φώς, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι άγιοι, και από τον ίδιο θρόνο πηγάζει ο πύρινος ποταμός, μέσα στον οποίο βρίσκονται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί.
Γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία στην θεραπεία του ανθρώπου. Η Εκκλησία είναι ένα πνευματικό Νοσοκομείο, θεραπευτήριο, που θεραπεύει τον πνευματικό οφθαλμό, που είναι ο νούς. Αυτός νοσεί και αυτός πρέπει να θεραπευθή. Αυτό είναι όλο το έργο της Εκκλησίας.
Έ ν α τ ο ν. Στην παράκληση του Πλουσίου να στείλη ο Αβραάμ τον Λάζαρο στην γη και να κηρύξη στους αδελφούς του μετάνοια, ο Αβραάμ δεν ανταποκρίθηκε και δικαιολόγησε αυτή την θέση του λέγοντας ότι εφ' όσον οι άνθρωποι δεν ακούν τον Μωϋσή και τους Προφήτας, τότε "ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται".
Ο σαρκικός άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήση όσα θαύματα κι' αν δη στην ζωή του. Ζή μέσα σε θανατηφόρο ύπνο. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Αν δεν ενεργοποιηθή η ελευθερία του ανθρώπου, δεν υπάρχει μετάνοια. Τα πάντα γίνονται με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου.
Άλλωστε, το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία είναι η ενανθρώπηση του Χριστού, η Ανάστασή Του, και η ίδρυση της Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα του αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού. Αν ο άνθρωπος δεν μπορή να εμπνευσθή από αυτήν την συγκλονιστική πραγματικότητα, αν δεν μπορή να πεισθή από την ζωή τόσων αγίων, που είναι μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού, δεν θα πεισθή με το μεγαλύτερο θαύμα.
Η σωτηρία και αναγέννηση του ανθρώπου δεν είναι υπόθεση ταχυδακτυλουργικών ενεργειών, αλλά καρπός ελευθέρας εκφράσεως του θελήματός του, καρπός πόνου, αγώνος και ιδρώτων πολλών. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας αρκούνται στα μαγικά, τα εξωτερικά γεγονότα. Το να πεισθή κανείς για την ύπαρξη της άλλης ζωής είναι υπόθεση εσωτερικής πνευματικής ευαισθησίας. Γιατί, κι' αν ακόμη αναστηθή ένας άνθρωπος, είναι ενδεχόμενο να εκληφθή ως φάντασμα.
Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για τις λεγόμενες επιθανάτιες εμπειρίες. Μερικοί ισχυρίζονται ότι βγήκε η ψυχή τους από το σώμα ή ακόμη πλησίασε προς την έξοδό της και στην συνέχεια επέστρεψε στο σώμα. Διηγούνται τα όσα φοβερά είδαν και αντιμετώπισαν.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι υπήρξαν περιπτώσεις που επανήλθε η ψυχή στο σώμα, αναστήθηκαν, δηλαδή, με την δύναμη του Χριστού. Αυτά, όμως, είναι έκτακτα γεγονότα, που δεν συμβαίνουν στον καθένα. Υπάρχουν άγιοι που είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες, αφού έζησαν στην προσωπική τους ζωή τί είναι Κόλαση και Παράδεισος, βίωσαν τις φλόγες του άδου, είδαν αγγέλους και δαίμονες. Όταν επανήλθαν στον εαυτό τους, έζησαν ζωή μετανοίας και κήρυτταν σε άλλους την μετάνοια. Όμως λέμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες ή είναι δαιμονικές ή είναι καρποί απωθημένων βιωμάτων και επιθυμιών ή είναι φαντασίες ή ακόμη είναι αποτελέσματα των ηρεμιστικών και ναρκωτικών φαρμάκων, που δίνονται για να μη πονούν στην φρικτή δοκιμασία των ασθενειών τους. Πραγματικά, χρειάζεται μεγάλη διάκριση για να μπορή κανείς να διακρίνη αυτές τις καταστάσεις, εάν προέρχωνται από τον Θεό, από τον διάβολο ή από ψυχολογικές και σωματικές ανωμαλίες.
Εμείς στην Εκκλησία δεν περιμένουμε αναστάσεις αγίων ή εμπειρίες τέτοιων καταστάσεων για να πιστεύσουμε, αλλά έχουμε την Αγία Γραφή, τους βίους των Προφητών, Αποστόλων και αγίων, έχουμε τους λόγους τους και τις διδασκαλίες τους, καθώς επίσης έχουμε και τα άγια λείψανά τους και πιστεύουμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή. Μερικές δε φορές ο καθένας μας αξιώνεται από τον Θεό να βιώση μέσα στην καρδιά του τί είναι Κόλαση και τί είναι Παράδεισος.
Πέρα από αυτά τηρούμε τις εντολές του Χριστού για να θεραπευθούμε, ώστε να λύσουμε πολλά υπαρξιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Η εφαρμογή των εντολών του Θεού μας καθιστά ισορροπημένους ανθρώπους.
Δ έ κ α τ ο ν. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου υποδεικνύεται και ο τρόπος που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να θεραπευθούμε, και έτσι μετά τον θάνατο και μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού να βιώσουμε τον Θεό ως φως και όχι ως πύρ. Ο Αβραάμ είπε στον Πλούσιο: "έχουσι Μωϋσέα και προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών". Πρέπει να τηρούμε τον νόμο και να υπακούουμε στους Προφήτες κάθε εποχής.
Προφήτης είναι αυτός που με την Χάρη του Θεού βλέπει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, γεύεται από τώρα την Βασιλεία του Θεού. Τέτοιοι Προφήτες υπήρχαν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Αυτοί έλαβαν την Αποκάλυψη, αυτοί έζησαν την Βασιλεία του Θεού, γνώρισαν τα μυστήριά της και στην συνέχεια τα απεκάλυψαν στον λαό.
Οι Προφήτες, που ταυτίζονται με τους πραγματικούς θεολόγους και τους πνευματικούς πατέρες, αναγεννούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν προς την ζωή. Η πνευματική καθοδήγηση συνδέεται και ταυτίζεται με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να αναγεννηθή, αν δεν συνδεθή με έναν θεούμενο άνθρωπο, έναν Προφήτη.
Και στην εποχή μας υπάρχουν Προφήτες που κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τον νού μας προς τον Θεό, μας υποδεικνύουν έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής. Κι' αν δεν μπορέσαμε να συναντήσουμε έναν τέτοιο Προφήτη, όμως υπάρχουν οι λόγοι των Προφητών και μπορούμε διαβάζοντάς τους να μάθουμε τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί πρέπει να κάνουμε για να την απολαύσουμε.
Αυτές οι γενικές σκέψεις, που είναι τα βασικά σημεία της ορθοδόξου εσχατολογίας, διατυπώθηκαν εδώ πολύ συνοπτικά, με τρόπο απλό.
Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου (Βλάχου)